- νομισματολογία
- ηκλάδος της αρχαιολογίας, αλλ. νομισματική, βλ. νομισματικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
Σβορώνος, Ιωάννης — Έλληνας νομισματολόγος (Μύκονος 1863 Αθήνα 1922). Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα, έφυγε για την Ευρώπη, όπου σπούδασε νομισματολογία στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στο Λονδίνο. Την εποχή αυτή έγραψε το πρώτο του έργο:Νομισματολογία της αρχαίας… … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
νομισματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νομισματολογία ή στον νομισματολόγο. επίρρ... νομισματολογικώς από νομισματολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
Βαλσαμάκης — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινής καταγωγής, που διασκορπίστηκε στην Κρήτη, τα Ιόνια νησιά και τη Δύση. 1. Γεράσιμος (19ος αι.). Όσο ήταν σπουδαστής στην Πίζα της Ιταλίας, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αντίθεση μεταξύ Κοραή και Κοδρικά για το… … Dictionary of Greek
Κεραμόπουλλος, Αντώνιος — (Κοζάνη 1870 – Αθήνα 1961). Αρχαιολόγος και εθνολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε τις σπουδές του στη Βιέννη, στο Βερολίνο και στο Μόναχο. Υπηρέτησε κατόπιν ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση… … Dictionary of Greek
Σλουμπερζέ, Λεόν-Γκυστάβ — (Leon Schlumberger). Γάλλος βυζαντινολόγος και νομισματολόγος (Γκεμπβιλλέρ, Αλσατία 1844 Παρίσι 1929). Σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε ως χειρουργός στο γαλλικό στρατό κατά το γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870. Σύντομα όμως τον κέρδισε οριστικά η… … Dictionary of Greek